- ἀνείς
- ἀνίημιsend upaor part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… … Dictionary of Greek
φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… … Dictionary of Greek
πιανεῖς — πῑανεῖς , πιαίνω fatten fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχλιανεῖς — συγχλῑανεῖς , σύν χλιαίνω warm fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιανεῖς — χλῑανεῖς , χλιαίνω warm fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)